- επιφαίνομαι
- (αόρ. επεφάνην) являться, появляться, показываться (неожиданно, внезапно)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιφαίνομαι — ἐπιφαίνω show forth pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφαίνω — ἐπιφαίνω (AM) [φαίνω] παθ. ἐπιφαίνομαι εμφανίζομαι απροσδόκητα, προβάλλω, ξεφυτρώνω (α. «χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ. β. «ὅτι σφι μούνοισι ἔωθε ὁ Περσεὺς ἐπιφαίνεσθαι», Ηρόδ. γ. «ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῡ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῡ» … Dictionary of Greek
επιφαινόμενο — το (ουδ. τής μτχ. ενεστ. τού επιφαίνομαι, ως ουσ.) 1. το φαινόμενο που συνοδεύει ή επακολουθεί σε μια κατάσταση, το εξωτερικό και δευτερεύον σε σημασία φαινόμενο που αντιδιαστέλλεται από το κυρίως φαινόμενο που συγκεντρώνει το κύριο ενδιαφέρον 2 … Dictionary of Greek
παρεπιφαίνομαι — Α [επιφαίνομαι] 1. φαίνομαι, παρουσιάζομαι κοντά σε κάποιον 2. συμβαίνω συμπτωματικά, κατά τύχη … Dictionary of Greek
προεπιφαίνομαι — ΜΑ εμφανίζομαι πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιφαίνομαι «εμφανίζομαι»] … Dictionary of Greek
προσεπιφαίνομαι — Α εμφανίζομαι ξαφνικά κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιφαίνομαι «εμφανίζομαι»] … Dictionary of Greek
ԵՐԵՒԻՄ — (ւեցայ, եա՛ց կամ եցի՛ր.) NBH 1 0678 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c ձ. φαίνομαι, ἑπιφαίνομαι appareo, videor, revelor Յանդիման լինել երեսօք կամ երեսաց. տեսանիլ. ցուցանիլ. յայտնիլ. երեւնալ. ... *Երեւեցաւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)